- μπόδισμα
- το [μποδίζω]εμπόδισμα, παρεμπόδιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμπόδισμα — και αμπόδισμα και μπόδισμα, το (AM ἐμπόδισμα, Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα) εμπόδιση μσν. 1. εμπόδιο για να κρατά την πόρτα ανοιχτή 2. φυσικό ελάττωμα 3. άρνηση … Dictionary of Greek